- συνδεκαδίζω
- Αγιορτάζω τη δέκατη μέρα τού μήνα μαζί με κάποιον άλλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + αμάρτυρο ρ. *δεκαδίζω «γιορτάζω τη δέκατη μέρα» (< δεκάς, -άδος, πρβλ. δεκαδιστής)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνδεκαδίζοντας — συνδεκαδίζω celebrate the tenth day together with pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)